Στους δρόμους του Αλτάι 2018 - part 2




Μέρος 1ο εδώ…

Η ώρα είχε πάει 8 παρά, σουρούπωνε, όταν μείναμε τελικά 2 στην γέφυρα πάνω από τον ποταμό Μπίγια, ανάμεσα στους οικισμούς Βερχ-Μπίισκ και Τουροτσάκ. Ήμασταν στο ίδιο σημείο που είχαμε κάνει στάση την πρώτη μέρα πριν καταλήξουμε στο Τουροτσάκ. Τώρα ο πιο κοντινός οικισμός ήταν Βερχ-Μπίισκ και εκεί έπρεπε να αναζητήσουμε ξενοδοχείο ή ό, τι προκύψει.



Οι δύο συνταξιδιώτες μας επέστρεφαν στο Μπαρναούλ και εμείς ψάχναμε τηλέφωνα αναρτημένα στην καφετέρια δίπλα στην γέφυρα, με βαλίτσες, σακούλες και εξοπλισμό που τώρα έπρεπε να τα σέρνουμε πάνω μας. Εδώ ξεκινούσε η επόμενη περιπέτεια.Το να βρεις διανυκτέρευση στο Αλτάι ποτέ δεν μας απασχόλησε ιδιαίτερα, πάντα υπάρχουν λύσεις. Στη καφετέρια που ήμασταν δεν υπήρχαν ελεύθερα δωμάτια, όμως με το πρώτο τηλεφώνημα που κάναμε αμέσως βρήκαμε σπίτι και το θετικό ήταν που θα ερχόντουσαν να μας πάρουν, δεν χρειαζόταν να κουνηθούμε από’ κει που ήμασταν.

Σε λίγη ώρα ένα Ουάζ – βανάκι μας περιμάζεψε. Ήταν ένα ζευγάρι που είχαν την τουριστική βάση τους λίγο έξω από το Βερχ-Μπίισκ, στην όχθη του ποταμού Μπίγια. Είχε ξεκινήσει η βροχή για καλά και οι δρόμοι έγιναν λασπόλουτρα, κανένα πρόβλημα για το Ουάζ – μπουχάνκα (Φρατζόλα – όπως το ονομάζουν οι ρώσοι, λόγω του σχήματός του). Μας φάνηκε πως οδηγούσαμε πολύ ώρα, αλλά δεν ήταν και πάρα πολύ μακριά από το σημείο που μας μάζεψαν και που έπρεπε να επιστρέψουμε την άλλη μέρα νωρίς το πρωί.

Όταν φτάσαμε, είχε σουρουπώσει για τα καλά, δεν προλάβαμε να εξερευνήσουμε το μέρος με την ησυχία μας. Ήταν πανέμορφο σημείο. Μέσα στο δάσος, ακριβώς στην όχθη του ποταμού. Το σπίτι των ιδιοκτητών ήταν ακριβώς πάνω από το ποτάμι. Το κιόσκι με την κοινή κουζίνα και αυτό δίπλα στην ακτή. Το ίδιο και η μπάνια, όπου μπορούσες άνετα να βουτήξεις μέσα στο ποτάμι μετά από την σάουνα. Το σπιτάκι μας σε ύψωμα που εκεί οδηγούσαν οι σκάλες, απ’ όπου αποκαλυπτόταν απίστευτη θέα.









Η γυναίκα μας οδήγησε πάνω στο σπιτάκι, την συνόδευαν ένας μαύρος γερμανικός ποιμενικός και ο φίλος του ο γάτος, ο δεύτερος μπήκε μέσα στο σπίτι λες και έτσι έπρεπε.

Καινούργιο ξύλινο σπιτάκι με κρεβάτι και δύο καναπέδες, συν μια ξυλόσομπα. Απλά πράγματα. Η τουαλέτα και νερό έξω, κλασικά, είναι πράγματα που δεν ρωτάς – αυτονόητα. Μας πρότεινε να ανάψουμε την σόμπα, αλλά παρόλο το κρύο έξω λόγω του καιρού, μέσα ήταν πάρα πολύ ζεστά. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε, μας άναψαν όμως την γεννήτρια για καμιά ώρα περίπου, ίσα να προλάβουμε να φορτίσουμε τις μπαταρίες του ηλεκτρονικού μας εξοπλισμού και να ζεστάνω νερό με αντίσταση για δύο καφέδες.

Ο γάτος, αφού επεξεργάστηκε τα πράγματά μας, ασχολήθηκε και με μας, παίζοντας όλη την ώρα, δεν κατέβαινε από πάνω μας καθόλου.

Έξω από την πόρτα είχε παραμείνει ο φίλος του, ο οποίος και αυτός ήθελε παιχνίδια μόλις μας είδε.









Από την κούραση και την ταλαιπωρία που τραβήξαμε την τέταρτη μέρα του ταξιδιού, είπαμε να μην καθυστερούμε και να πέσουμε για ύπνο. Είχαμε εγερτήριο πολύ νωρίς το πρωί. Η γυναίκα συμφώνησε να μας πάει πίσω στην γέφυρα απ’ όπου περνούσε λεωφορείο για Γκόρνο-Αλτάισκ. Όμως έπρεπε να σηκωθούμε στις 5:30 για να φύγουμε στις 6. Κανένα πρόβλημα.

Πέμπτη μέρα

Η βροχή δεν σταμάτησε καθόλου όλο το βράδυ και τώρα πάλι ψιχάλιζε όταν κατεβήκαμε με τα πράγματά μας κάτω. Ο ήλιος είχε βγει, αλλά κρυβόταν πίσω από τα βαριά σύννεφα. Το μέρος ήταν πραγματικό πανέμορφο, αλλά δεν προλαβαίναμε να το απολαύσουμε, έπρεπε να ήμασταν έτοιμοι για να αναχωρήσουμε σχεδόν αμέσως.






Από το Αρτιμπάς, που βρίσκεται στην λίμνη Τελέτσκογιε, αναχωρούν δυο λεωφορεία για Γκόρνο-Αλτάισκ, ένα μικρό πολύ νωρίς το πρωί και ένα κανονικό στις 9. Και τα δύο κάνουν στάση στην γέφυρα, εκεί που ήμασταν χτες. Όταν φτάσαμε εκεί δεν είδαμε καμιά πινακίδα που να δείχνει την στάση, ευτυχώς ήταν μια κοπέλα εκεί, μέσα στην βροχή και περίμενε. Άρα προλαβαίναμε το πρώτο.





Η τύχη ήταν το μέρος μας, η ημέρα ξεκινούσε πολύ καλά. Το λεωφορειάκι ήρθε σε 15 λεπτά, δεν προλάβαμε να βραχούμε πολύ και το θετικό ήταν ότι μέσα είχαν μείνει ακριβώς τρεις θέσεις, δεν χωρούσε άλλους.

Πλέον χωρίς δικό μας μεταφορικό μέσο συνεχίζαμε το ταξίδι μας. Για μένα ήταν η πρώτη φορά, δεν ήξερα πως θα εξελιχθεί, όσες φορές βρισκόμουν στην Ρωσία, πάντοτε ταξίδευα με αυτοκίνητο που οδηγούσα εγώ, σταματούσα όπου ήθελα και πήγαινα εκεί που ήθελα.

Για να φτάσουμε στο Ακτάς, που βρίσκεται 360 χλμ νοτιότερα από το Γκόρνο-Αλτάισκ, πάνω στον Τσούισκι Τρακτ – αυτοκινητόδρομο που ενώνει την Ρωσία με την Μογγολία, έπρεπε να βρούμε κάποιο μέσο. Η πρώτη και η πιο φθηνή λύση ήταν το κλασικό λεωφορείο, το οποίο λογικά το προλαβαίναμε αν φτάναμε στην ώρα μας. Η άλλη λύση ήταν ταξί, που δεν είναι αυτό που φαντάζεστε – είναι ένα αυτοκίνητο που μαζεύει αρκετούς ανθρώπους που πάνε προς ίδια κατεύθυνση και μόνο όταν γεμίσει αρκετά τότε αναχωρεί.

Τώρα πηγαίναμε με βανάκι μετατροποποιημένο σε ένα mini-bus, γεμάτο από ανθρώπους και τα συμπράγκαλα τους, να κοιμηθείς ήταν αδιανόητο, να δεις από το παράθυρο ήταν δύσκολο, όμως ήμασταν χαρούμενοι που συνεχίζαμε το ταξίδι μας, έστω μ’ αυτόν τον τρόπο.

Με μερικές στάσεις φτάσαμε στην πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Αλτάι την πόλη Γκόρνο-Αλτάισκ, πιο αργά απ’ ότι υπολογίζαμε. Το λεωφορείο είχε φύγει 30 λεπτά πριν, το επόμενο ήταν το απόγευμα. Αλλά αυτή η λύση δεν μας βόλευε, θα χάναμε μια ολόκληρη μέρα. Σε συνεννόηση με την φίλη μας, που θα μας φιλοξενούσε στο τουριστικό της κατάλυμα στο Ακτάς, βρήκαμε ταξί, το οποίο θα αναχωρούσε από την πρωτεύουσα στην 1 το μεσημέρι. Ο οδηγός πλησίαζε την πόλη και θα είχε θέσεις για μας. Είχαμε αρκετή ώρα να χαζέψουμε, άλλα όχι τόση όση θα θέλαμε να είχαμε. Βόλτα στην πόλη δεν προβλεπόταν, μόνο για φαγητό.






Όσοι ταξιδεύετε στην Ρωσία να θυμάστε: όσο είστε στο δρόμο ανάμεσα στις πόλεις να προτιμάτε καφετέριες όπου σταματάνε αρκετά φορτηγά, οι οδηγοί ξέρουν που υπάρχει καλό και φθηνό φαγητό, να τους εμπιστεύεστε. Όσο για τις πόλεις, καλό και φθηνό φαγητό υπάρχει στα εστιατόρια – «στολόβκα» ή «στολόβαγια» (Столовая). Στα ΚΤΕΛ πάντα υπάρχουν τέτοια καταστήματα.

Η στολόβκα στα ΚΤΕΛ του Γκόρνο-Αλτάισκ ήταν τέλεια! Παλιού κλασικό σοβιετικού τύπου κατάστημα σελφ-σέρβις, όπου παίρνεις το δίσκο και διαλέγεις τα πιάτα που θες να φας. Από ποικιλία θα ζήλευε και η ακριβή ταβέρνα. Από τιμή… τι να πω… Φάγαμε του σκασμού με λιγότερα από 10 € ο καθένας.






Ήμασταν χορτασμένοι και χαρούμενοι, περιμέναμε έξω από τα ΚΤΕΛ το ταξί μας. Η βροχή είχε τελειώσει και βγήκε ο ήλιος. Σε λίγη ώρα έφτασε και ο οδηγός με τον οποίον συνεννοηθήκαμε και για την τιμή. Στο σύνολο πληρώσαμε 800 ρούβλια, κάτι περισσότερο από 12 ευρώ, ο καθένας…για 360 χλμ… Τίποτα δηλαδή. Με το αυτοκίνητο μας, που δυστυχώς έκαιγε πολύ, θα μας έβγαιναν σχεδόν τα ίδια. Μέσα σε μισή ώρα, αφού μαζέψαμε άλλους επιβάτες είχαμε ξεκινήσει για το Ακτάς.















Πάντα μ’ άρεσε να οδηγάω σε αυτόν τον γνωστό αυτοκινητόδρομο. Ο Τσούισκι Τρακτ θεωρείται ένας από τους ομορφότερους στον κόσμο. Και αυτό είναι αλήθεια. Τα τοπία που βλέπεις έξω από το παράθυρο αλλάζουν συνεχώς. Στην αρχή πηγαίνεις παράλληλα με τον ποταμό Κατούν μέχρι την πόλη Ουστ-Σεμά.












Μόλις περάσεις την γέφυρα τον χαιρετάς για 200 χλμ και ο δρόμος σε οδηγεί μέσα από τα χωριά και λιβάδια που εναλλάσσονται με ψηλούς λόφους μέχρι τον οικισμό Σεμπαλινό, όπου ξεκινάει το ορεινό πέρασμα Σεμίνκσι με την κορυφή του να βρίσκεται στα 1820 μέτρα. Μετά την κατηφόρα 10 χλμ κοντά στον οικισμό Τουγιεκτά, υπάρχει στροφή δεξιά, στον δρόμο προς Ουστ-Καν, Ουστ-Κοκσά και στην συνέχεια στην Μουλτά και τις λίμνες Μουλτίνσκιγιε, τις οποίες είχα επισκεφτεί το 2017.















Λίγο μετά το Ονγκουντάι, όπου κάναμε μια σύντομη στάση για τσιγάρο (ευτυχώς που κάπνιζε και ο οδηγός) ξεκινάει και το δεύτερο ορεινό πέρασμα Τσικέ-Ταμάν, εκεί ο δρόμος μοιάζει με τους ελληνικούς επαρχιακούς ορεινούς δρόμους.








Στο κατέβασμα συναντάς τον ποταμό Μπολσόι Ιλγκουμέν που σε συνοδεύει από τα αριστερά μέχρι που ξανασυνατάς τον μεγάλο ποταμό Κατούν.






















Παράλληλα με τον Κατούν δεν πας μακριά, στον οικισμό Ινιά τον περνάς από πάνω και σε λίγη ώρα βρίσκεσαι στην ένωση των δύο μεγάλων ποταμών – Κατούν και Τσούγια.













Ο δρόμος συνεχίζεται παράλληλα με τον ποταμό Τσούγια.













Πλησιάζοντας στον προορισμό μας ο καιρός έγινε βροχερός, είχε πέσει και η θερμοκρασία, αλλά πρέπει να υπολογίζουμε το υψόμετρο, στην ουσία ο Τσούισκι Τρακτ συνεχώς ανεβαίνει και ο οικισμός Ακτάς βρίσκεται στα 1400 μέτρα.






Στις 6 το απόγευμα, χωρίς απρόοπτα είχαμε φτάσει στον οικισμό. Είχα περάσει από’κει το 2015, όταν πηγαίναμε για την νότια ακτή της λίμνη Τελέτσκογιε, σήμερα όμως, στα μέσα σχεδόν του Αυγούστου ο καιρός μας έκανε την έκπληξη και μας παρουσίασε το Ακτάς από μια άλλη εντελώς διαφορετική ματιά.

Τα βουνά που βρίσκονται νοτιότερα ήταν άσπρα. Είχε πέσει χιόνι στα 1800 και πάνω, το τοπίο δεν έμοιαζε καθόλου με το καλοκαιρινό.






Μας είχαν ετοιμάσει το δωμάτιο στο πρώτο όροφο ενός ξύλινου κτίσματος με ένα παράθυρο με θέα, αν και όπου και να κοιτάξεις η θέα είναι πανέμορφη. Μέσα ήταν ζεστά και ευχάριστα, ένα κρεβάτι, καναπές και πάγκος κουζίνας. Το ψυγείο ήταν έξω στο μπαλκόνι, μιας και η θερμοκρασία κοντά στους 10 βαθμούς κελσίου.















Μεριμνήσαμε αμέσως για την επόμενη μέρα. Θέλαμε να κλείσουμε αυτοκίνητο για να μας πάει στην κορυφή του βουνού στα 3000 μέτρα, αλλά λόγω του χιονιού κανένας δεν πήγαινε εκεί πάνω, το αφήσαμε για μεθαύριο. Το πρωί θα πηγαίναμε περίπατο σε μια μικρή γαλάζια λίμνη.

Είχαμε αρκετό χρόνο ακόμα για να πάρουμε προμήθειες από το σουπερμάρκετ και μερικές ντόπιες λιχουδιές, όπως λιαστό ψάρι από τις λίμνες της περιοχής. Και κλασικό πλέον τελετουργικό μας: η μπάνια, για να βγάλουμε από πάνω μας όλες τις βρωμιές των δύο δύσκολων ημερών. Λίγο μεθυσμένος αλλά καθαρός και χορτάτος έπεσα για ύπνο





Έκτη ημέρα

Βγαίνοντας στο μπαλκόνι στις 7 το πρωί είδα τι είχε γίνει το βράδυ. Όλα τα γύρω βουνά ήταν κάτασπρα, είχε χιονίσει και πιο χαμηλά. Ομίχλη σκέπαζε τα βουνά απέναντι από τον Τσούισκι Τρακτ. Είχε κρύο και η ημέρα σύμφωνα με την μετεωρολογική υπηρεσία προβλεπόταν κρύα κοντά στους 10 βαθμούς με περιοδικές βροχοπτώσεις.













Όπως στο Βερχ-Μπίισκ έτσι και εδώ μας την έπεσαν γάτες, τώρα ήταν τρεις, δύο από τις οποίες ήθελαν συνεχώς να μπαίνουν μέσα στο δωμάτιο. Ήταν της ιδιοκτήτριας αλλά ήταν ελεύθερες. Προφανώς δεν πεινούσαν πολύ , απλά ήθελαν προσοχή και παρέα. Η Μπέλκα (όπως ονόμασα την μια απ’ αυτές) ήταν ιδιαίτερα κοινωνική.







Μετά το πρωινό πήραμε τους δρόμους. Σήμερα το σχέδιο ήταν να πάμε παράλληλα με τον Τούισκι Τρακτ προς τα νότια, περίπου 7 χλμ, σε μια γκέιζερ γαλάζια λίμνη – ένα τουριστικό αξιοθέατο. Όμως μας συμβούλεψαν να πάμε μέσα από το δάσος, από ένα μονοπάτι που οδηγεί εκεί. Έτσι και κάναμε, θα γυρνούσαμε από τον αυτοκινητόδρομο. Ευτυχώς είχαμε πάρει μαζί μας μπουφάν και αδιάβροχα.









Περάσαμε κάθετα τον Τούισκι Τρακτ και πήγαμε να βρούμε μια μικρή γέφυρα πάνω από ένα μικρό ποτάμι Μιόνκα. Ο αυτοσχέδιος χάρτης ήταν ακριβής, πίσω από ένα καινούργιο τουριστικό κατάλυμα όντως ήταν γεφυράκι, ήμασταν σε σωστό δρόμο.
















Αριστερά ο δρόμος μπαίνει σε ένα δάσος, όχι όμως για πολύ, το μονοπάτι που στην αρχή ήταν κανονικός χωματόδρομος σε πηγαίνει στα ανοικτά. Στον δρόμο μας ήταν ένα κοπάδι από άλογα που για κάποιο λόγο τρόμαξαν λίγο όταν μας είδαν να περνάμε. Λίγο πιο κάτω συναντήσαμε τις αδιάφορες αγελάδες. Πίσω μας ακόμα φαινόταν ο οικισμός. Ο καιρός όμως άλλαζε συνεχώς, σε μια ώρα η βροχή πρόλαβε να μας πιάσει δυο φορές.

Ο Τσούισκι Τρακτ συνεχώς απομακρυνόταν, όσο προχωρούσαμε, κάποια στιγμή τον χάσαμε πίσω από τα δέντρα και πλέον δεν τον άκουγες. Μόνο οι στήλες της ηλεκτροδότησης θυμίζανε τον πολιτισμό.




























Τα 7 χλμ σημαίνουν 2 ώρες περπάτημα με χαλαρό ρυθμό. Μας πήρε λίγο περισσότερο, διότι κάποια στιγμή πέσαμε πάνω σε αγριοφράουλες, που ήταν παντού. Φυσικά δεν μπορείς να προσπεράσεις τέτοιο πράγμα, καθόμασταν και μαζεύαμε χούφτες ολόκληρες και τις τρώγαμε αμέσως. Η φύση δεν θα σε αφήσει να πεινάσεις ποτέ, αν της φέρεσαι σωστά και γνωρίζεις.










Η επόμενη καθυστέρηση ήταν τα μανιτάρια που βρήκαμε μόλις μπήκαμε στο δασικό κομμάτι του μονοπατιού. Ένα αδιάβροχο έπρεπε να το θυσιάσουμε για σακούλα, για τα μανιτάρια, που προχωρώντας μαζέψαμε αρκετά για το βραδινό μας.









Το μονοπάτι συνεχιζόταν μέσα από το πυκνό δάσος, ευτυχώς κάποιοι έβαλαν σημάδια στα κλαδιά για να μην χαθείς εκεί μέσα.










Σε λίγη ώρα μετά, με αρκετή ευχάριστη καθυστέρηση, φτάσαμε στην λίμνη. Είχε αρκετό κόσμο και ξεκίνησε η ψιχάλα όταν την είδαμε. Είναι μια μικρή λίμνη περικυκλωμένη από δάσος, με γαλάζια ιζήματα που σχηματίζουν διάφορα σχέδια από τις πηγές που αναβλύζουν εκεί μέσα. Τα νερά της λίμνη καταλήγουν στο ποτάμι Μιόνκα και η ίδια η λίμνη εκτός από τις πηγές, τροφοδοτείται από ρυάκι που ξεκινάει κάπου στο βουνό. Αφιερώσαμε περίπου μια ώρα εκεί, περιμένοντας να φύγουν οι τουρίστες για να βγάλουμε μερικές φωτογραφίες.



























Περισσότερες φωτογραφίες της λίμνης εδώ...


Στον γυρισμό πήραμε άλλο δρόμο, περάσαμε από μια βαλτώδη περιοχή, όπου οι ντόπιοι έχουν φτιάξει ένα ξύλινο πέρασμα κάτι σαν γέφυρα, και βγήκαμε στον Τσούισκι Τρακτ.











Τον έχω οδηγήσει δύο φορές σ’ αυτό το σημείο, αλλά ποτέ μου δεν τον είχα κάνει πεζοπορία. Ευτυχώς δεν περνούσαν πολλά αυτοκίνητα, αλλά δυστυχώς κάπου στην μέση μας έπιασε βροχή…για άλλη μια φορά…και τώρα δεν είχα αδιάβροχο, όμως είχαμε μανιτάρια.










Κάνοντας οτοστόπ, περίπου 2 χλμ από το Ακτάς, κάποιος τελικά σταμάτησε και μας πέταξε μέχρι την είσοδο του οικισμού δίπλα από ένα εστιατόριο. Εκεί ανακτήσαμε τις δυνάμεις και αφού πήραμε τα απαραίτητα για να μαγειρέψουμε τα μανιτάρια καταλήξαμε στο σπίτι.

Εκεί μάθαμε ότι τελικά έχουν ανοίξει τον δρόμο για το βουνό και κλείσαμε για πρωί το αυτοκίνητο που θα μας ανέβαζε επάνω. Τουλάχιστον τώρα τα πράγματα πήγαιναν όπως τα σχεδιάζαμε, αν και έναν προορισμό τον αφήσαμε λόγω του ότι δεν είχαμε δικό μας αυτοκίνητο. Περίπου 35 χλμ πιο κάτω, λίγο έξω από τον Τσούισκι Τρακ, υπάρχει μια τοποθεσία που ονομάζεται «Ο Άρης του Αλτάι», λόφοι με κόκκινο-κίτρινα χώματα, μέρος που μοιάζει με τα τοπία του πλανήτη Άρη. Το αφήνουμε για την επόμενη φορά. Όση ώρα καθαρίζαμε τα μανιτάρια, η Μπέλκα η γάτα μας ήταν συνέχεια δίπλα μας, μετά μας συνόδευσε και στο δωμάτιο όπου παρέμεινε στην ώρα του δείπνου.














Έτσι τελείωνε άλλη μια γεμάτη ημέρα, ανυπομονούσα την επόμενη, την ανάβαση στα ψηλά.

Έβδομη μέρα

Είχα ξυπνήσει πάλι πριν από τις 7, δεν μπορώ να κοιμηθώ πολύ σ’ αυτά τα μέρη, χορταίνεις τον ύπνο εύκολα και ξυπνάς ξεκούραστος με τον καθαρό αέρα των βουνών. Πριν προλάβουμε να πάρουμε το πρωινό μας, μας πήρε ο οδηγός και μας είπε να ετοιμαζόμαστε άμεσα να φύγουμε. Είδε από την κάμερα ότι η ομίχλη έφτιαχνε ωραία εικόνα από κει ψηλά και ήθελε να μας το δείξει, πριν τον γνωρίσω τον εκτίμησα, μ’ αρέσουν τέτοιοι άνθρωποι!




Ετοιμαστήκαμε πάρα πολύ γρήγορα, πήραμε και κάτι να τσιμπήσουμε εκεί πάνω μιας και δεν προλαβαίναμε να πάρουμε το πρωινό μας, πάνω στην βιασύνη ξέχασα την κάρτα μνήμης της κάμερας (όπως το ανακάλυψα στον προορισμό). Ένα Ρώσικο 4x4 Ουάζ, μας περίμενε στην ώρα του. Αφού γεμίσαμε το ρεζερβουάρ και πήραμε στον δρόμο άλλους επιβάτες ανηφορήσαμε προς τα πάνω.

















Ο χωματόδρομος στην αρχή καλός, με λίγα νεροφαγώματα και λακκούβες, όμως πολύ γρήγορα μεταμορφώνεται σε δύσβατο.







Σε λίγη ώρα φτάσαμε σε μια πύλη, όπου η επιγραφή έγραφε «Προσοχή υδράργυρος» και δίπλα υπάρχει ένα κτήριο, προφανώς σταθμός φορτοεκφόρτωσης των ορυχείων που βρίσκονται μερικά χλμ πιο πάνω.







Μόλις περάσαμε την πύλη και ανεβήκαμε λίγο, φάνηκαν τα αναχώματα των ορυχείων που είχαν γίνει ολόκληρα βουνά. Το δάσος ήταν πίσω μας, τα δέντρα λιγόστευαν. Στον δρόμο φάνηκε και άλλο ένα κτίριο των ορυχείων, στο οποίο θα σταματήσουμε στον γυρισμό. Και μέσα σε λίγα λεπτά φάνηκε και το χιόνι στην άκρη του χωματόδρομου.
















Μερικά χιλιόμετρα πιο πάνω αποκαλύφθηκε και η θέα, όλο το Σεβεροτσούισκι – Οροσειρά Βόρειο Τσούισκι με τις χιονισμένες κορυφές όπου το χιόνι δεν λιώνει ποτέ.



Και ξαφνικά ανεβήκαμε στην κορυφή του βουνού! Βρεθήκαμε στα 3000 μέτρα πάνω από την στάθμη της θάλασσας από τα 1400 σε 15 χιλιόμετρα, στην κορυφή του βουνού Λισούχα (Καραφλό). Σχεδόν παντού χιόνι που πρόλαβε να λιώσει σε μια ημέρα, αλλά ήταν ακόμα αρκετό.

Εδώ βρίσκεται ο 9ος σταθμός αναμεταδότης με την κεραία να υψώνεται στην μέση της κορυφής, με ένα κτίριο για τους εργαζόμενους του σταθμού, εκχιονιστικό μηχάνημα και όλες οι απαραίτητες υγειονομικές υποδομές, ακόμα και η «μπάνια» που στέκεται στην άκρη του γκρεμού.













Ο καιρός προέκυψε πολύ καλός, έκανε κρύο αλλά με τα χειμωνιάτικα μπουφάν – περίεργο για μέσα Αυγούστου – δεν καταλάβαινες τίποτα. Δυστυχώς δεν προλάβαμε την ομίχλη που σκέπαζε από το πρωί όλη την κοιλάδα πάνω από τον Τσούισκι Τρακτ. Μόνο κάποια σύννεφα που περνάγανε χαμηλά μας σκέπαζαν για πολύ λίγο.




Σε αρκετά σημεία, μέσα από το χιόνι είχαν βγει αρκετές αλπικές παπαρούνες κίτρινου χρώματος και λίγο χορτάρι. Η θέα όμως. Από’ δω ψηλά τα έβλεπες όλα: Και την οροσειρά Βόρειο Τσούισκι και την ψηλότερη κορυφή της Σιβηρίας, η Μπελούχα (4605 μέτρα) να ξεπροβάλει μέσα από τα σύννεφα από τις κοντινότερες κορυφές, κάποιους παγετώνες να κατηφορίζουν στις χαράδρες. Κάτω από τα σύννεφα ξεχώριζες κάποια ποτάμια και έναν οικισμό στη στέπα της Κουράη στα νότια, ο ποταμός Τσούγια προς τα βόρεια. Ανάμεσα στις διπλανές κορυφές, που μοιάζει να απέχουν πολύ κοντά από τον αναμεταδότη, υπάρχει μια μικρή αλπική λίμνη «Η λίμνη των Πνευμάτων», όπως την ονομάζουν οι ντόπιοι. Κάτω στην κοιλάδα ένα μικρό ποταμάκι, απομεινάρι ενός παγετώνα που υπήρχε αρκετά παλιότερα… ας μιλήσουν καλύτερα οι εικόνες…



































Περισσότερες φωτογραφίες εδώ...

Δυστυχώς η παραμονή στην κορυφή ήταν περιορισμένη σε χρόνο, η μία ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουμε, αυτό είναι το αρνητικό στις οργανωμένες εκδρομές όταν δεν έχεις δικό σου μεταφορικό μέσον, αν και το δικό μας αυτοκίνητο ίσως να μην μπορούσε να φτάσει ως εδώ.

Στην κάθοδο προλαβαίνεις για άλλη μια φορά να απολαύσεις το τοπίο από τα ψηλά. Ο οδηγός αυτή τη φορά ακολούθησε άλλη διαδρομή, σε κάποια σημεία πιο απότομη, έτσι, για να μας ανεβάσει την αδρεναλίνη.











Τελικά αρκετοί ήταν αυτοί που ήθελαν να κάνουν στάση στα ορυχεία υδραργύρου, όχι όμως πάνω από 10 λεπτά. Εδώ στέκονται απομεινάρια των κτιρίων και είσοδοι ορυχείων στους οποίους δεν καταφέραμε να αφιερώσουμε αρκετή ώρα, μόνο κάποιες γενικές φωτογραφίες.




















Αφήνοντας τους συνεπιβάτες και όταν μείναμε μόνοι μας με τον οδηγώ τον ρωτήσαμε τι άλλες εκδρομές κάνει. Είχαμε ακόμη αρκετό χρόνο στην διάθεσή μας και μια επίσκεψη στην Κόκκινη Πύλη και την Νεκρά λίμνη δεν θα ήταν άσχημη, ήταν πολύ κοντά στο Ακτάς. Όμως η εκδρομή προς τον Άρη του Αλτάι, όπως μας εξήγησε ο οδηγός θα μας κόστιζε ακριβά, εάν πηγαίναμε μόνοι μας και δεν υπήρχε στο πρόγραμμά του κάτι οργανωμένο να μοιραστούμε τα έξοδα με άλλους. Κανονίσαμε με μια λογική αμοιβή να τον «νοικιάσουμε» για να μας πάει προς την Νεκρά λίμνη.

Στον δρόμο είναι η Κόκκινη πύλη, την αφήσαμε για τον γυρισμό. Οδηγούσαμε σε γνωστό για μας δρόμο, τον είχαμε κάνει το 2015 όταν πηγαίναμε για την νότια Ακτή της λίμνης Τελέτσκογιε, ο ίδιος χωματόδρομος σε νορμάλ κατάσταση ανάμεσα στα βουνά. Ο οδηγός σε όλη την διάρκεια μας διηγείται ιστορίες και αναφορές για τον τόπο και αξιόλογα σημεία.








Σε λίγη ώρα φάνηκε η λίμνη. Πριν φτάσουμε στρίβει αριστερά μέσα στην πυκνή βλάστηση, τελικά υπάρχει χωματόδρομος εκεί, αυτό είναι και το θετικό της υπόθεσης να έχεις ντόπιους για οδηγούς, σε πάνε σε μέρη που μόνος σου δεν θα έβρισκες τόσο εύκολα. Μας πήγε στο σημείο όπου τελειώνει η λίμνη και ξεκινάει ή καλύτερα να πούμε συνεχίζει το ποτάμι Τσιμπίτκα.










Από τα βουνά βρεθήκαμε σε μια πανέμορφη λίμνη. Η ονομασία Νεκρά προέκυψε από το γεγονός ότι παλιότερα στην λίμνη δεν υπήρχαν ψάρια, τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει και κάποιοι ντόπιοι επιχειρηματίες έχουν φέρει μερικά είδη ψαριών ώστε να αναπτύξουν τον τουρισμό και το ψάρεμα στην περιοχή. Κανονική ονομασία της λίμνης είναι Τσειμπέκ – Κιολ.



















Επιστρέφαμε πίσω, προς την Κόκκινη πύλη, ένα πέρασμα δηλαδή που δημιουργήθηκε την δεκαετία του 1930 για να ενώσει τους οικισμούς Ουλαγκάν και άλλους στην κοιλάδα του ποταμού Τσουλισμάν με τον αυτοκινητόδρομο Τσούισκι Τρακτ. Σε έναν βράχο έχει παραμείνει μια επιγραφή ενός στρατιώτη που γυρνούσε στην πατρίδα του από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο η οποία συντηρείται από τους ντόπιους. Εδώ είναι και η γέφυρα πάνω από ποτάμι Τσιμπίτκα.



















Περισσότερες φωτογραφίες της λίμνης και της πύλης εδώ...

Γυρνώντας στο Ακτάς, στο σπίτι, για λίγη ξεκούραση και το ξεχασμένο πρωινό, αποφασίσαμε να μην πάει χαμένη η υπόλοιπη μέρα, κάτι έπρεπε να κάνουμε. Κατηφορίζοντας από το βουνό, μέσα στο δάσος είχαμε δει πολλά μανιτάρια, οπότε προέκυψε η ιδέα να πάμε να τα μαζέψουμε για δείπνο. Αφού αράξαμε λίγη ώρα στην αιώρα κάτω από την μηλιά, πήραμε ξανά τους δρόμους.











Η πιο εύκολη λύση ήταν να πάμε προς το ποτάμι Μιόνκα, όπου ξεκινάει το δάσος, εκεί που περάσαμε την προηγούμενη μέρα για την γαλάζια λίμνη. Οι προηγούμενες ημέρες ήταν βροχερές και συνεπώς υπήρχαν πολλά μανιτάρια, όμως μας είχαν προλάβει άλλοι, τα πιο πολλά τα είχαν μαζέψει, έβλεπες και τα σημάδια παντού. Όμως μέσα σε μια ώρα μαζέψαμε ικανοποιητική ποσότητα για δύο άτομα, συν την αγριοφράουλα για επιδόρπιο.










Με την δύση του ήλιου γυρνούσαμε πίσω στο σπίτι, οι πιτσιρικάδες έκαναν κόντρες μέσα από το λιβάδι και πάνω στον Τσούισκι Τρακτ, όλος ο οικισμός λες και είχε ζωντανέψει – αρκετός κόσμος ήταν στους δρόμους.










Ήταν το τελευταίο βράδυ μας εδώ και το γιορτάσαμε όπως έπρεπε, παρέα με τα όλα τα γατιά που μαζεύτηκαν στο σπίτι μας ζητιανεύοντας φαγητό. Κανονίσαμε το ίδιο ταξί με το οποίο ήρθαμε για νωρίς το πρωί, ήταν ο μοναδικός τρόπος να γυρίσουμε πίσω, το λεωφορείο για το Γκόρνο-Αλτάισκ πιθανόν να ήταν γεμάτο και να μην έκανε στάση εδώ, έπρεπε να το είχαμε προνοήσει.










Περισσότερες φωτογραφίες από τον οικισμό Ακτάς εδώ...

Ημέρα 8η – επιστροφή

Δεν μου αρέσουν οι επιστροφές, ιδίως όταν γνωρίζω ότι αυτό το ταξίδι είναι το τελευταίο πριν γυρίσω στην Ελλάδα. Όμως και πάλι θα οδηγούσαμε πάνω σε αυτόν τον πανέμορφο αυτοκινητόδρομο – Τσούισκι Τρακτ, περνώντας από τα γνωστά πλέον μέρη.

Ο οδηγός ήρθε στην ώρα του, ήμασταν έτοιμοι και βλέποντας τα άτομα στο αυτοκίνητο νομίζαμε ότι θα πάμε άνετοι, όμως είχαμε να παραλάβουμε άλλους στην διαδρομή. Έτσι, λίγο στριμωγμένοι ξεκινήσαμε την επιστροφή.

Ο ήλιος ακόμα δεν είχε προλάβει να βγει από τα βουνά, μόνο κάποιες κορυφές των βουνών λιάζονταν με τις πρώτες ακτίνες του, στην κοιλάδα του ποταμού Τσούγια ήταν ακόμη σκοτεινά.








Πηγαίναμε αρκετά γρήγορα, χωρίς στάσεις, ούτε για τσιγάρο το οποίο δεν πρόλαβα να το απολαύσω με το καφέ το πρωί. Μόνο αφού περάσαμε το ορεινό πάσο Τσικέ-Ταμάν και βρεθήκαμε κοντά στον οικισμό Τουγιεκτά, ο οδηγός ενημέρωσε για στάση. Ήταν η ίδια καφετέρια που είχαμε σταματήσει το 2015.











Μισή ώρα διάλειμμα για να τεντώσουμε τα πόδια μας και πάλι πίσω στον δρόμο. Μπροστά μας το ορεινό πάσο Σεμίνσκι και άλλοι οικισμοί μέχρι τον ποταμό Κατούν, τα οποία τα περάσαμε χωρίς να το καταλάβουμε.




















Μόνο μετά τον οικισμό Ουστ-Σεμά, πύκνωσε η κυκλοφορία. Κάποτε όχι τόσο τουριστικοί προορισμοί όπως ο οικισμός Τσεμάλ και άλλοι στον δρόμο προς εκεί, τώρα έγιναν από τους πιο γνωστούς. Σε 5 χρόνια όλα έχουν αλλάξει εδώ, τουριστικά καταλύματα φύτρωσαν σαν τα μανιτάρια μετά την βροχή παντού δίπλα στον ποταμό Κατούν και μέσα στα δάση, σχεδόν χάθηκαν οι άδειες εκτάσεις ανάμεσα στους οικισμούς.

Άρχιζα να κουράζομαι όταν είχαν μείνει λιγότερα από 50 χλμ μέχρι τον προορισμό, μια στάση δεν είναι αρκετή. Ένα γατάκι Σφιγξ, το οποίο μετέφερε μια κοπέλα και που είχε και αυτό κουραστεί να κάθεται στο κουτί του, είχε αράξει στο στήθος μου και μαζί κοιτούσαμε έξω από το παράθυρο. Αυτό κάπως έσπασε την μονοτονία. Μας το πρόσφερε να το πάρουμε σπίτι, εφόσον όπως μου είπε ότι με προτίμησε, αλλά θα ήταν δύσκολο να το μεταφέρω μαζί μου στην Ελλάδα.








Στο Γκόρνο-Αλτάισκ φτάσαμε αρκετά νωρίς, προλαβαίναμε το λεωφορείο για το Μπαρναούλ, αν και έχει συχνά δρομολόγια. Εννοείται η επίσκεψη στην «στολόβκα» του ΚΤΕΛ επιβάλλεται!

Μετά την δροσιά του Ακτάς βρεθήκαμε ξανά στην ζέστη, πάλι είχε 30 βαθμούς Κελσίου και το λεωφορείο δεν είχε το συνηθισμένο για τα ελληνικά δεδομένα κλιματισμό. Την κατάσταση έσωζαν οι κουρτίνες και το μικρό παράθυρο.

Βλέποντας τον δρόμο μπροστά μας, θυμηθήκαμε το σημείο που είχε μείνει το αυτοκίνητο μας πριν από 8 ημέρες όταν ξεκίνησε αυτή η περιπέτειά μας. Ένα γρήγορο flashback όλων των ημερών άθελα έπαιζε στο μυαλό. Πλησίαζε το τέλος αυτού του ταξιδιού και μια μικρή δόση νοσταλγίας ενοχλούσε την σκέψη, όμως ήμασταν ευχαριστημένοι, παρόλη την ταλαιπωρία και τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε αυτή τη φορά. Ο «σκληρός δίσκος» στο κεφάλι μου ήταν παραγεμισμένος με εικόνες και εντυπώσεις. Ακόμα και όταν φτάσαμε στην πόλη – Μπαρναούλ, περνώντας από την παλιά γέφυρα πάνω από τον ποταμό Ομπ, δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω ότι τελείωνε το ταξίδι…





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Pages